Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

Γιόχαν Κρόιφ: Ένας ποδοσφαιρικός ποιητής.




Ενα χαρακτηριστικό που έχει να κάνει με τους ποιητές ορίζει πως… εάν θέλεις να εκνευρίσεις έναν από δαύτους, προσπάθησε να εξηγήσεις την ποίηση του. Δεν το γνώριζαν βέβαια αυτό όσοι είχαν απορίες χαζεύοντας τον να καλπάζει με την χαρακτηριστική χαίτη των 70s. Γι’ αυτό και όποτε με θαυμασμό ρωτούσαν τον ποδοσφαιριστή: «μα καλά, πώς το έκανες αυτό;» εκείνος αρνούταν να απαντήσει και αποχωρούσε με γκριμάτσα. Το ίδιο συνέβαινε και αργότερα με την καπαρντίνα στους πάγκους. Τότε που είτε αρχικά αλά Πολ Νιούμαν με το τσιγάρο στα χείλη ή και λίγο αφότου το έκοψε αναγκαστικά, με τα γλειφιτζούρια chupa chups στο στόμα να διαδέχονται νευρικά το ένα το άλλο, απαντούσε με εκνευρισμό: «Μα εάν ήθελα να το καταλάβετε, θα το εξηγούσα καλύτερα». Γιατί για τον Γιόχαν Κρόιφ όλα του τα στιχάκια που έγραψε στο χορτάρι και μετέπειτα στους πάγκους οδηγούσαν ακριβώς στο ίδιο απόφθεγμα: πως ό,τι μπορεί να εξηγηθεί δεν είναι ποίηση. Κι εκείνος ήταν, είναι και θα διαιωνίζεται ως ένας θαυματοποιός, δίχως συμβατικούς κανόνες για ερμηνείες…



Την τελευταία του πνοή άφησε το 2016, σε ηλικία 68 ετών, ο επονομαζόμενος και «ιπτάμενος Ολλανδός», θρύλος του ποδοσφαίρου, Γιόχαν Κρόιφ…

Ο Χέντρικ Γιόχαν Κρόιφ γεννήθηκε στις 25 Απριλίου 1947 στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας, με τη μοίρα να θέλει το σπίτι του να βρίσκεται δίπλα ακριβώς στο γήπεδο του Άγιαξ. Όπως και για τα περισσότερα αγόρια του Άμστερνταμ, οι ποδοσφαιρικές ακαδημίες του Άγιαξ ήταν η ιδανική επιλογή, με τον νεαρό Γιόχαν να γράφεται στην ομάδα το 1957, σε ηλικία 10 ετών.


Εκεί πέρασε τα επόμενα επτά χρόνια, καθώς αναδείχθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα της γενιάς του. Το 1964 έκανε το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα του Άγιαξ, σκοράροντας μάλιστα στο πρώτο του ματς. Την αμέσως επόμενη σεζόν, με 25 γκολ σε 23 αναμετρήσεις, οδήγησε τον Άγιαξ στην κατάκτηση του πρωταθλήματος, ενώ ο ίδιος εξασφάλισε μια θέση στην Εθνική Ολλανδίας, με την οποία έμελλε να γράψει ιστορία.



Η καλύτερη σεζόν του στον Άγιαξ θα ήταν βέβαια η επόμενη, το 1966-1967, όταν θα σκοράρει 33 γκολ και θα γίνει ο πρώτος σκόρερ της Eredivisie, οδηγώντας την ομάδα του στο νταμπλ (πρωτάθλημα και κύπελλο Ολλανδίας). Ήταν πλέον ο φυσικός ηγέτης του Άγιαξ, πέρα και πάνω από κάθε αμφισβήτηση.

Οι διακρίσεις, ατομικές και ομαδικές, συνεχίστηκαν τα επόμενα χρόνια, με τον ίδιο να αναδεικνύεται σε κορυφαίο ποδοσφαιριστή της Ευρώπης το 1971 και το 1973.



Το καλοκαίρι ωστόσο του 1973, αφού κατέκτησε με τον Άγιαξ (ακόμη και το Διηπειρωτικό του 1972), ο 26χρονος Κρόιφ αποφάσισε πως ήταν ώρα για μια ριζική αλλαγή στην καριέρα του και αποδέχτηκε την πρόταση της Μπαρτσελόνα.




Στην Ισπανία, ο «ιπτάμενος Ολλανδός» έκανε αυτομάτως αισθητή την παρουσία του, βοηθώντας την Μπαρτσελόνα να κατακτήσει το πρωτάθλημα της Primera Division του 1973-1974 για πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια, συντρίβοντας μάλιστα την Ρεάλ Μαδρίτης με 5-0 μέσα στο γήπεδό της! Η συνέχεια, ωστόσο, παρά τις δικές του εξαιρετικές αγωνιστικές επιδόσεις, δεν ήταν ανάλογη, καθώς η ομάδα της Βαρκελώνης κατάφερε να κατακτήσει μόνο το Κύπελλο του 1978.




Ακολούθησαν θητείες με τους Los Angeles Aztecs, τη Λεβάντε, τον Άγιαξ και τη Φέγενορντ, με την οποία, στη «δύση», πια, της ποδοσφαιρικής του καριέρας και μολονότι ταλαιπωρημένος απο τραυματισμούς, πέτυχε 11 γκολ σε 33 αγώνες, βοηθώντας την να φτάσει στην κατάκτηση του νταμπλ.


Η προπονητική θα ξεκινούσε άμεσα. Το 1985 πήρε τη δουλειά στον Αγιαξ και στα τρία χρόνια που έμεινε εκεί, τον οδήγησε δύο πρωταθλήματα (1986, 1987), αλλά και το Κυπελλούχων του 1987. Πλέον ήταν πανέτοιμος για τη μεγάλη δουλειά και αποδέχτηκε την κλήση της Μπάρτσα το καλοκαίρι του 1988. Στην Ισπανία βασίλευε η Βασίλισσα με την ομαδάρα της «Quinta del Buitre» (πέντε σερί τίτλους) και από το 1974, η Μπαρτσελόνα είχε πανηγυρίσει μόνο το πρωτάθλημα του 1985. Οι πρώτες δύο χρονιές δεν ήταν αποδοτικές, έχοντας μονάχα ένα Κύπελλο. Ωστόσο, ο πρόεδρος, Τζοζέπ Γιουίς Νούνιεθ κόντρα σε όλες τις αντιδράσεις αποφάσισε να τον κρατήσει και δικαιώθηκε στο μέγιστο.


Ο Κρόιφ βασίστηκε πρώτα απ’ όλα στους καρπούς της δικής του κορυφαίας ιδέας. Εκείνος ήταν που το 1979 έπεισε τον τότε νεοκλεγμένο Νούνιεθ να στήσει την «Μασία». Δικές τους ήταν οι αρχές λειτουργίας των ακαδημιών και με το που επέστρεψε σαν προπονητής, την εξέλιξε ακόμα περισσότερο. Γκιγιέρμο Αμόρ, Ανχελ Πεδράθα, Αλμπέρ Φερέρ και Πεπ Γκουαρδιόλα υπήρξαν τα πρώτα φρούτα της «Μασία» και είχαν ακριβώς τη φιλοσοφία που ήθελε εκείνος. Την ίδια δηλαδή που είχε ζητήσει να διέπουν κάθε ομάδα του ιδρύματος από εκείνη των 8 ετών έως και τη Μπάρτσα Β’. Ποια όμως ήταν ακριβώς η δική του λογική που ξεκινούσε από τα γεννοφάσκια των παικτών που θα φορούσαν τα Μπλαουγκράνα και έφτανε να υπηρετεί πιστά η πρώτη ομάδα;




Η ΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ

Σε γενικές γραμμές είχε να κάνει με τα δευτερόλεπτα, την ανθρώπινη αντίληψη, αλλά και τον αδύναμο κρίκο των αντιπάλων…

1. Τα τρία δευτερόλεπτα

Η πίεση για την ανάκτηση της κατοχής ξεκινάει με το που η ομάδα χάνει τη μπάλα και στηρίζεται στην εξής λογική: Ο αντίπαλος ποδοσφαιριστής που αμύνεται κοιτάζει την κίνηση της Μπάρτσα που έχει τη μπάλα, την οποία αναλώνεται στο να κυνηγάει. Οταν τελικά την παίρνει, χρειάζονται αυτά τα τρία δευτερόλεπτα, ώστε να αλλάξει το vision που έχει στο γήπεδο, να δει που είναι οι συμπαίκτες του και να σκεφτεί που να πασάρει ή τέλος πάντων τι θα κάνει με το τόπι. Τότε ο παίκτης της Μπάρτσα που χάνει τη μπάλα πέφτει πάνω του με δύναμη. Κοντά του είναι σίγουρο πως θα βρίσκονται συμπαίκτες του. Ο αντίπαλος δεν έχει προλάβει να σκεφτεί, αιφνιδιάζεται, βραχυκυκλώνει και οι Μπλαουγκράνα ανακτούν σε χρόνο DT τη μπάλα. Βέβαια το πότε θα πέσει στον αντίπαλο του ένας παίκτης δεν γίνεται μόνο από ένστικτο. Υπάρχουν ορισμένες οδηγίες που υποδεικνύουν το πότε θα συμβεί αυτό. Για παράδειγμα όταν ο αντίπαλος δεν κάνει καλό κοντρόλ, ώστε να ελέγξει απόλυτα τη μπάλα ή όταν γυρίσει προς τη δική του εστία και χάσει δηλαδή την οπτική επαφή με το υπόλοιπο γήπεδο για να πασάρει. Τότε εφορμούν να τον… φάνε!

2. Τα 10 μέτρα

Το παραπάνω συμβαίνει διότι κανείς παίκτης της Μπάρτσα δεν απέχει πάνω από 10 μέτρα από τον άλλον. Εδώ έρχεται η φιλοσοφία των κοντινών πασών που δεν ξεπερνούν συνήθως αυτή την απόσταση. Κοντινές εναλλαγές σε φάση που εκνευρίζουν ενίοτε ακόμα και τους ίδιους τους οπαδούς της. Αυτό συμβάλει εκτός από το προφανές (να μην χάνεται η μπάλα στον αέρα) στο να είναι συμπαγής η ομάδα και να μην απέχουν πολύ οι γραμμές. Κανείς δεν χρειάζεται να τρέξει μακριά για να προλάβει μία μπαλιά. Οπότε όταν χάνεται η μπάλα, κανείς δεν χρειάζεται να τρέξει περισσότερο για να βρεθεί και πάλι πίσω στην θέση του. Ετσι και πυκνότητα υπάρχει στην άμυνα και δεν αναλώνονται σε άσκοπα τρεξίματα.

3. Τα πέντε δευτερόλεπτα

Ο έλεγχος βοηθά επίσης σε αυτό τον κανόνα. Εάν η Μπάρτσα δεν έχει πάρει πίσω τη μπάλα στα τρία δευτερόλεπτα, αλλάζει το πλάνο. Ο πιο προωθημένος παίκτης (ας πούμε ο Μέσι) και ο τελευταίος (ας πούμε ο Πικέ) συμπυκνώνουν τις γραμμές και απέχουν 25-30 μέτρα μεταξύ τους. Αυτό δημιουργεί ένα τοίχος που δεν είναι καθόλου εύκολο να προσπεράσει κάποιος. Μόνο με μακρινή μπαλιά στην κόντρα, διώξιμο στα πλάγια της μεσαίας γραμμής και διαγώνια κάθετη σε κάποιον γρήγορο που έρχεται από πίσω.

Ολα αυτά τα αφομοιώνουν τέλεια οι παίκτες που είναι μεγαλωμένοι μαζί στις ακαδημίες. Εκεί παίζουν το ίδιο πράγμα από πιτσιρίκια: ασταμάτητο κορόιδο με τη μπάλα. Οπότε ξέρουν τόσο καλά ο ένας το παιχνίδι του άλλου που χρειάζονται μόλις ένα δευτερόλεπτο για να αποφασίσουν τι θα κάνουν. Ολα αυτά που υιοθέτησαν ο Γκουαρδιόλα και ο Λουίς Ενρίκε και που συνεχίζουν να εξελίσσουν, πατώντας ακριβώς πάνω στην ίδια φιλοσοφία. Αλλωστε και ο Γκουαρδιόλα κάποτε παραδέχτηκε ενδεικτικά επί τούτου ότι: «Ο Κρόιφ είναι ο καθεδρικός ναός της Μπάρτσα και όλοι εμείς οι υπόλοιποι εκείνοι που απλά χρειάζεται να τον διατηρούμε και ίσως να του βάζουμε το πολύ πολύ κάποια πινελιά. Επειδή ο καθεδρικός είναι στιβαρός από μόνος του. Και θα είναι για πάρα πολλά χρόνια ακόμα, ίσως και δεκαετίες».




Κάπως έτσι ο Κρόιφ έστησε την ολόδικη του «Dream Team» και τρέλανε την ποδοσφαιρική λογική. Εκεί στις αρχές των 90s, που επικρατούσε το 4-4-2 και το 3-5-2, εκείνος έστησε την ομάδα του με 3-4-3, το οποίο μεταλλασσόταν σε 4-3-3. Τέτοιο πράγμα δεν είχαν ξαναδεί, καθώς αποτελούσε μία ιδιοφυή παραλλαγή του «Total Football» του Μίχελς. «Προτιμώ η ομάδα μου να νικά με 5-4 παρά με 1-0», απαντούσε σε όσους απορούσαν με την άμυνα των τριών. Τα τέσσερα διαδοχικά πρωταθλήματα που ακολούθησαν (1991-’94) υπήρξαν αποτέλεσμα υπέροχου ποδοσφαίρου. Κυρίως όμως σημασία είχε η κατάκτηση της Ευρώπης. Η κατάκτηση του Κυπελλούχων του 1989, το οποίο έχασε δύο χρόνια αργότερα στον τελικό και πάνω απ’ όλα το μεγάλο απωθημένο που ήρθε. Το Πρωταθλητριών του 1992 κόντρα στη Σαμπντόρια (1-0) έκαναν τη Μπαρτσελόνα talk of the town.


Κάθε καλό όμως κάποτε τελειώνει και σε αυτές τις όμορφες ιστορίες ο σύλλογος τρώει τα σωθικά του. Ο απρόσμενος διασυρμός (4-0) από τη Μίλαν στον τελικό του «ΟΑΚΑ» ήταν η αφετηρία του τέλους. Τα πράγματα δεν έγιναν ποτέ ξανά καλά. Και κάπως έτσι στο τελευταίο εντός έδρας ματς της σεζόν 1995-’96, κατέβηκε στα αποδυτήρια ο αντιπρόεδρος, Τζουάν Γκασπάρ: «Εσύ Ιούδα;» του είπε ο Κρόιφ, καθώς ο Γκασπάρ του έδινε το χέρι του. «Γιατί δεν ήρθε ο ίδιος ο Νούνιεθ να μου το πει;», φώναξε θυμωμένος ο κόουτς, ο οποίος όμως αρνήθηκε να φύγει εκείνη τη στιγμή και βρίστηκε με τον αντιπρόεδρο. Τα πράγματα ξέφυγαν και ο Γκασπάρ απείλησε να καλέσει την αστυνομία εάν ο Κρόιφ δεν αποχωρούσε από το γήπεδο άμεσα.




Μέσα σε 90 δευτερόλεπτα έντασης ο σημαντικότερος άνθρωπος της Μπαρτσελόνα έφευγε με τον χειρότερο τρόπο. Λίγη ώρα αργότερα ο γιος του, Ζόρντι Κρόιφ θα χάριζε κατά τραγική ειρωνεία τη νίκη με 3-2 επί της Θέλτα. Τότε όλο το γήπεδο θα ούρλιαζε νευρικά: «Cruyff, si! Nunez, no!» Μόνο που η ιστορία δεν γινόταν να ξεγράψει. Ο Γιόχαν Κρόιφ δεν θα καθόταν ποτέ ξανά σε πάγκο ομάδας. Θα αποχωρούσε από την προπονητική ως ένας από τους πλέον επιτυχημένους στο άθλημα αναλογικά με το χρόνο συμμετοχής του στο κοουτσάρισμα. Έκτοτε η Μπάρτσα θα συνέχιζε με μικρά διαλείμματα να πορεύεται στα βήματα του και να έχει φτάσει στις επιτυχίες του σήμερα. Επιτυχίες που επηρέασαν βαθύτατα όλο το ισπανικό ποδόσφαιρο και του χάρισαν και τα δικά του διαδοχικά τρόπαια σε EURO και Μουντιάλ, έχοντας ως βάση το παιχνίδι που εκείνος έστησε. Σε όλο αυτό το διάστημα εκείνος να θα συνέχιζε ακατάπαυστα να παρεμβαίνει, να συμβουλεύει, να επηρεάζει τις εξελίξεις στο club.




Και φτάσαμε στο αντίο. Όχι το ποδοσφαιρικό μόνο, μα της ζωής. «Είναι σαν τον Godfather της μπάλας», είχε πει κάποτε ο Φρανκ Ράικαρντ και αποτύπωσε μία διαφορετική αλήθεια. Επειδή ο Γιόχαν Κρόιφ δεν άφηνε τους κανόνες να τον αλλάξουν. Προτιμούσε να τους φέρνει εκείνος στα δικά του μέτρα και να τους ορίζει όπως επιθυμούσε. Από τους συμπαίκτες του έως τους παίκτες τους ως προπονητής φρόντιζε να διαμορφώνει νέα όρια στο παιχνίδι. Εκανε το πιο δύσκολο πράγμα σχετικά με το άθλημα. Δημιούργησε ποδόσφαιρο. Και αυτά ενώ δεν ήταν αθλητής, αλλά διανοούμενος. Δεν ήταν παίκτης, μα ρήτορας. Κάποιος που άφησε τα στιχάκια και τις θεωρίες του να περιμένουν, να παραμένουν εκεί στα δικά του μέρη. Εκεί, όπου κινήθηκε εκείνος είτε με το κοντό παντελονάκι, είτε με την καπαρντίνα. Και κάθε ένας διάδοχος του θα γνωρίζει για πάντα πως ένας Ιπτάμενος… ποιητής είχε απαγγείλει όλα όσα έμελλαν να συμβούν…







0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου